Μεταφράζοντας Κίρκεγκωρ

 

 

 

 

 

 

Γιάννης Τζαβάρας: Μεταφράζοντας την Έννοια της αγωνίας του Κίρκεγκωρ

Περιοδικό "Φρέαρ" 5 (2014), 66-68

Το 1970 η ψυχική διάθεση πολλών Ελλήνων είχε κάποιες ομοιότητες με τη σημερινή. Ένα μαύρο σύννεφο δικτατορίας είχε σταθεροποιηθεί πάνω στον ελληνικό ουρανό, και την αρχική ψευδαίσθηση ότι αυτό είχε έρθει «για να μας σώσει» διαδέχθηκε η νηφάλια κατανόηση ότι το σύννεφο ήταν φθοροποιό. Έτσι, άρχισε να ενδυναμώνεται η αγανάκτηση, η αίσθηση της αδυναμίας για ανατροπή, μάλιστα και η αγωνία για το μέλλον της πολύπαθης Ελλάδας. Μέσα σ’ αυτό το ψυχολογικό κλίμα αποφάσισα – μολονότι δεν ήμουν πάνω από 20 ετών, προπτυχιακός φοιτητής φιλοσοφίας – να μεταφράσω την «Έννοια της αγωνίας» του Κίρκεγκωρ (δημοσιεύτηκε το 1971 από τις εκδόσεις «Δωδώνη»), συνδυάζοντας τις σπουδές μου με την ενδόμυχη αλλά και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.

     Αυτό το βιβλίο του Κίρκεγκωρ δεν αναφέρεται σε πολιτικά δεδομένα. Η αγωνία εξετάζεται ως ένα υπαρξιακό συναίσθημα που προκύπτει από ανθρωπολογικά αίτια· περιγράφεται ψυχολογικά και διερευνάται ως προς τα οντο-θεολογικά του επακόλουθα. Ήταν λοιπόν μάλλον μια αφελής νεανική παρεκτροπή, όταν πήρα την πρωτοβουλία να αποδώσω τη λέξη Kommandant (= διοικητής, με παραπομπή στον «Δον Ζουάν» του Μότσαρτ) ως «συνταγματάρχης» και να γράψω στη σελ. 137: «Ενώ η πραγματικότητα της αμαρτίας κρατάει με το παγωμένο δεξί της χέρι σαν συνταγματάρχης το χέρι της ελευθερίας, το άλλο χειρονομεί με την ψευδαίσθηση, την απάτη και τη γοητεία κάποιας οφθαλμαπάτης». Ωστόσο έχω την αίσθηση ότι το βιβλίο προσείλκυσε τους Έλληνες αναγνώστες, επειδή ανταποκρίνεται στην τότε (ενδεχομένως και στη σημερινή) αγωνία, σηματοδοτώντας την μέσα από μια βαθύτατη οπτική.

     Η αγωνία αναδύεται κατά τον Κίρκεγκωρ μέσα σε κάθε άνθρωπο, όταν αυτός διαβλέπει ένα χάσμα ανάμεσα στα δύο συστατικά του στοιχεία: ανάμεσα στο σώμα του και στην ψυχή του, ανάμεσα στο πεπερασμένο και στο άπειρο. Η διάγνωση του χάσματος είναι ένα ανθρώπινο προνόμιο αλλά και η αρχή του ανθρώπινου δράματος. Αγωνιώντας για την εγγενή αντιφατικότητά μας δεν αμαρτάνουμε κιόλας, αλλά βρισκόμαστε ένα βήμα πριν από την «αμαρτωλή» εγκαθίδρυση ενός τρίτου ανθρώπινου συστατικού: του πνεύματος. Το ίδιο το πνεύμα δεν είναι κάτι αμαρτωλό, αλλά η νοσηρή ανθρώπινη περιέργεια που οδηγεί με δική της ευθύνη στην αυτογνωσία, έχει μια αναμφισβήτητη υπεροψία. Αυτή η πορεία, που αναπτύσσεται έξοχα μέσα στη βιβλική αφήγηση του προπατορικού αμαρτήματος, συνεπάγεται την επισφράγιση κάθε ανθρώπου με πνευματικότητα, η οποία ντρέπεται για το γυμνό σώμα της, επειδή συνειδητοποιεί ότι η ίδια είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Έτσι έγινε με τους πρωτόπλαστους, όταν «ηνοίχθησαν οι οφθαλμοί αμφοτέρων, και εγνώρισαν ότι ήσαν γυμνοί» (Γένεσις 3, 7), αλλά έκτοτε και με κάθε αυτοσυνείδητο άνθρωπο.

     Η αγωνία δεν είναι κατά τον Κίρκεγκωρ το προϊόν μιας εντελώς καταπιεστικής αναγκαιότητας, αλλά ούτε προϊόν ελευθερίας. Είναι «δεσμευμένη ελευθερία» (δες «Η έννοια της αγωνίας», 1971, σελ. 61) που προκύπτει από τη διαίσθηση ότι μπορώ να ξεπεράσω το εγγενές χάσμα μου και να καταστήσω τον εαυτό μου ενιαίο. Αυτή η δυνατότητα είναι ουσιώδες ανθρώπινο χαρακτηριστικό και δεν ταυτίζεται με την αυθαίρετη επιλογή να κάνω ή να μάθω οτιδήποτε. Είναι η δυνατότητά μου να πάψω να ονειρεύομαι (έτσι όπως διάγουν τα ζώα που παραμένουν, βουβά και ανήμπορα, σε ονειρική κατάσταση), και να πραγματοποιήσω την αλματώδη μετάβασή μου στην κατάσταση του ενεργού πνεύματος. Η αγωνία είναι η βουκέντρα που με κεντρίζει να προχωρήσω από τη δυνατότητα στην πραγματικότητά μου.

     Πολλά σημεία αυτού του βιβλίου μπορούν να θεωρηθούν καινοτόμα. Ας αναφέρω ένα παράδειγμα: Η αγωνία είναι εδώ κάτι εσωτερικευμένο, που αντιπαραβάλλεται προς τον φόβο του αρχαίου Έλληνα για το εξωτερικά επερχόμενο χτύπημα του πεπρωμένου. Ο Έλληνας δεν είχε ευθύνη για το πεπρωμένο του, γιατί διατελούσε μέσα σ’ αυτό ήδη ως διχασμένος σε ψυχή και σώμα. Αντίθετα ο χριστιανός μεταβαίνει με δική του ευθύνη από την αθωότητα στην αμαρτωλότητα, από τη ζωική κατάσταση στην πνευματικότητα, κι έτσι παίρνει τη μοίρα του στα χέρια του. Ακόμα κι εντελώς βουτηγμένος στην αμαρτία, ο χριστιανός ανακαλύπτει την ελευθερία και συνειδητοποιείται ως ελεύθερος (δες «Η έννοια της αγωνίας», 1971, σελ. 130).

     Το βιβλίο του Κίρκεγκωρ περί αγωνίας κουβαλά ένα βαρύ θεολογικό και φιλοσοφικό εξοπλισμό, που δεν ήταν δυνατό να κατανοηθεί εντελώς από τον επίδοξο εικοσάχρονο μεταφραστή. Ίσως δεν είναι εσφαλμένο να ειπωθεί ότι αυτό το βιβλίο είναι ένα από τα πιο περισπούδαστα έργα του Δανού στοχαστή. Ήταν λοιπόν ανέλπιδη η προσπάθεια να μεταφρασθεί άψογα. Ούτε ήσαν τότε διαθέσιμα κάποια άλλα μεταφρασμένα στα ελληνικά βιβλία του ίδιου συγγραφέα, πέρα από το λογοτεχνικό δοκίμιο «Το ημερολόγιο ενός διαφθορέα» (εκτενές απόσπασμα από το «Είτε-Είτε», μεταφρασμένο από τον Δημήτριο Μπέσκο για τις εκδόσεις «Γαλαξίας», Αθήνα 1964), που προσφέρει μάλλον λιγοστή ενημέρωση για τις θεολογικές ή φιλοσοφικές προϋποθέσεις του συγγραφέα. Το κύριο ελληνόγλωσσο βοήθημα ήταν το βιβλίο του Jean Wahl «Εισαγωγή στις φιλοσοφίες του υπαρξισμού», που μετέφρασε και σχολίασε με εμβρίθεια ο Χρήστος Μαλεβίτσης για τις εκδόσεις «Δωδώνη», Αθήνα 1970. Σε σύγκριση με τον βιβλιογραφικό πλούτο που διατίθεται στις μέρες μας (και ο οποίος επαυξάνει δραστικά την ευθύνη κάθε σημερινού Νεοέλληνα μελετητή), εκείνα τα λιγοστά βιβλία των ετών 1960-1970 καθιστούσαν επιτακτική την ανάγκη για αναδρομή σε ξενόγλωσσα κείμενα.

     Αλλά πώς μπορεί να προσεγγιστεί το ίδιο το δανέζικο πρωτότυπο; Αυτή η γλωσσική δυσκολία παραμένει έως σήμερα ένας αιχμηρός σκόπελος. Ίσως μόνο η εξοικειωμένη με τη δανέζικη γλώσσα Σοφία Σκοπετέα τον ξεπέρασε με άνεση (στο μνημειώδες μετάφρασμά της «Η επανάληψη», εκδόσεις «Παπαζήση», Αθήνα 1977, και σε κάποια κείμενα σχετικά με τον Κίρκεγκωρ που μετέφρασε για το περιοδικό Εποπτεία, τεύχος 79 του 1983). Το δικό μου νεανικό μεταφραστικό εγχείρημα έγινε από τα γαλλικά και τα γερμανικά. Αυτή η εμπειρία μού πρόσφερε το δίδαγμα, ότι οι γαλλικές φιλοσοφικές μεταφράσεις είναι μάλλον αμφίβολοι καθοδηγητές εξαιτίας της μεταφραστικής τους ελευθερίας, και ότι ακόμα και οι μεταφράσεις σε γερμανική γλώσσα, που είναι πολύ συγγενική με τη δανέζικη, δεν μπορούν πάντα να υποκαταστήσουν το πρωτότυπο. Γι’ αυτούς τους λόγους δεν τόλμησα να μεταφράσω ξανά κιρκεγκωριανό βιβλίο, έστω και αν ήρθα σε στενή επαφή με τη δανέζικη γλώσσα, όταν συνέγραφα τη διδακτορική μου διατριβή (Johann Tzavaras: Bewegung bei Kierkegaard”, Frankfurt am Main – Bern – Las Vegas 1978. Μεταφράστηκε, επικαιροποιήθηκε το 2013 και διατίθεται δωρεάν στο διαδίκτυο με τίτλο: Υπαρξιακό και νοητικό γίγνεσθαι κατά τον Κίρκεγκωρ).

     Άραγε δικαιολογεί αυτή η γλωσσική δυσκολία κάποια ενδεχόμενη απροθυμία να προσεγγίσουμε τον Δανό στοχαστή; Μια τέτοια δικαιολογία θα αναδείκνυε όχι τόσο τη σωματική όσο την πνευματική μας γύμνια ενόψει αυτού του πνευματικού ογκόλιθου που είναι ο Κίρκεγκωρ. Αποκαθαρμένος από τα ορμητικά κύματα του υπαρξιακού (“existenziell”, Karl Jaspers), υπαρκτικού (“existenzial”, Martin Heidegger) και υπαρξιστικού (“existentialiste”, Jean-Paul Sartre) στοχασμού, που υπερυψώθηκαν και τον υπερκάλυψαν κατά τον 20ό αιώνα, ο Κίρκεγκωρ αποτελεί σήμερα μια αυθύπαρκτη πρόκληση κι ένα πολύτιμο στήριγμα για όποιον επιθυμεί να εγκύψει στον εαυτό του.

_________________________

 

Για επιστροφή στα "Άρθρα - Επιστημονικές ανακοινώσεις" πατήστε εδώ.