Η απαξίωση των αξιών

 

Γιάννη Τζαβάρα: Η απαξίωση των αξιών. Νίτσε και Χάιντεγγερ.

Εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήναι 2005.

Η απαξίωση των αξιών

 

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου γράφεται το εξής:

Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Φρειδερίκος Νίτσε έκανε την εκπληκτική διακήρυξη ότι οι βασικές αξίες, που στήριζαν επί αιώνες το οικοδόμημα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, έχουν «απαξιωθεί». Αυτό δεν ήταν ένα λογοτεχνικό τερτίπι, αλλά μια πεποίθηση που θεμελιώθηκε με εντυπωσιακά επιχειρήματα σε μια σειρά βιβλίων αυτού του συγγραφέα. Κυρίως ο Νίτσε επεξεργάστηκε τρεις θεμελιώδεις αξίες: την αλήθεια, την ηθική και τον Θεό. Μπορεί ίσως να τεκμηριωθεί ότι ολόκληρη η νιτσεϊκή φιλοσοφία περιδινίζεται γύρω από αυτά τα θεμέλια της Ευρώπης: την επιστήμη, τα ήθη και τη θρησκεία. Η θεωρία που συνόψισε τη νιτσεϊκή παρέμβαση χαρακτηρίστηκε από τον ίδιο τον δημιουργό της ως Μηδενισμός.

Στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ένας άλλος Γερμανός στοχαστής, ο Μάρτιν Χάιντεγγερ, αναλαμβάνει μια μακρόχρονη αναμέτρηση με τον νιτσεϊκό στοχασμό. Αυτή επικεντρώνεται σε μερικές βασικές νιτσεϊκές ιδέες, όπου πρωταρχική θέση κατέχει η απαξίωση των αξιών. Ο Χάιντεγγερ «παίρνει στα σοβαρά» το κήρυγμα του Νίτσε κι επιχειρεί μερικές αποφασιστικές τομές. Έτσι δημοσιεύει το 1950 τα κύρια επιτεύγματα της αναμέτρησής του με τον νιτσεϊκό στοχασμό σε ένα κείμενο που έχει τίτλο: Ο λόγος του Νίτσε «ο Θεός είναι νεκρός».

Ο καθηγητής Γιάννης Τζαβάρας επιχειρεί εδώ αφενός να παρουσιάσει –σε μετάφραση και εφοδιασμένο με σχόλια– το σχετικό κείμενο του Χάιντεγγερ, αφετέρου όμως να εκθέσει την προβληματική της απαξίωσης των αξιών έτσι όπως προέκυψε μέσα από τις συζητήσεις γύρω από τον προτεινόμενο Υπεράνθρωπο και τον διακηρυγμένο «θάνατο του Θεού».

 


 

Ο Σπύρος Κουτρούλης παρουσιάζει και κρίνει αυτό το βιβλίο ως εξής (https://www.ardin.gr/node/2930):

 

Όπως εξηγεί ο Γ. Τζαβάρας στην εισαγωγή του, ο Νίτσε «ούτε επεδίωξε, ούτε πέτυχε την απαξίωση των αξιών», αλλά «διακήρυξε με προκλητικό τρόπο ένα γεγονός έως σήμερα δυσδιάκριτο και προβληματικό: την απαξίωση των θεμελιωδών αξιών της αλήθειας, της ηθικής, του θεού». Η συνεισφορά του Χάιντεγκερ ήταν «ότι διεύρυνε τον νιτσεϊκό προβληματισμό με τέτοιο τρόπο ώστε αφενός να αναδείξει τον ελαττωματικό χαρακτήρα κάθε αξιολόγησης, αφετέρου να εντοπίσει ως πεδίο της αξιολόγησης την περιοχή των όντων» (σελ. 8,9).

 

Ο Γ. Τζαβάρας έχει μεταφράσει ένα πολύ κρίσιμο κείμενο του Μ. Χάιντεγκερ, που ονομάζεται «Ο λόγος του Νίτσε, ο θεός είναι νεκρός» (σελ. 93-223). Το κείμενο αυτό δόθηκε κατ’ αρχήν ως διάλεξη το 1943 και πρωτοδημοσιεύθηκε το  1950 σε ένα τόμο διαλέξεων και δοκιμίων με τον τίτλο Holzwege (που ο Γ. Τζαβάρας μεταφράζει «Αρμοί του δάσους» και «Αδιέξοδα μονοπάτια»).

 

Το κείμενο του Χάιντεγκερ για τον Νίτσε αποτελεί το τρίτο μέρος του βιβλίου του Γ. Τζαβάρα. Τα δύο πρώτα, με τον τίτλο «οι αξίες και η απαξίωσή τους» και «η απαξίωση του Θεού», αποτελούν τα πρωτότυπα δοκίμια του συγγραφέα.  Ο Χάιντεγκερ, σύμφωνα με τον Τζαβάρα, ξεκινά από την προβληματική του Γερμανού φιλόσοφου R. H. Lotze, για να προχωρήσει στη συνέχεια σε μια «αποφασιστική κριτική της Καρτεσιανής σκέψης» (σελ. 17). Ενώ ο Νίτσε «θεωρεί πρώτιστο μέλημά του να σπείρει την υποψία ότι η αλήθεια ως έννοια, ως ιδεώδες και ως επίτευγμα δεν βρίσκεται κάπου επάνω ή έξω από εμάς, αλλά ότι είναι επινόηση του ανθρώπου» (σελ. 27). Στο «Λυκόφως των ειδώλων» ο Νίτσε θεωρεί τη γραμματική ως έδρα της μεταφυσικής, δηλαδή της αποδίδει γλωσσική συντακτική προέλευση. Ο Τζαβάρας παρουσιάζει εκτενώς τους ισχυρισμούς του Νίτσε για την απουσία αλήθειας στον χώρο  της φιλοσοφίας, της επιστήμης και της θρησκείας. Ειδικά για την επιστήμη, ο Νίτσε ισχυρίζεται ότι στηρίζεται σε μια θρησκευτική πίστη «ότι η αλήθεια είναι ανώτατη αξία» και ότι αυτήν οφείλει να υπηρετήσει ο επιστήμονας «με κάθε θυσία» (σελ. 33).


       Η επιστήμη εναγκαλίζεται το «ασκητικό ιδεώδες» και καλλιεργεί αξίες εχθρικές προς τη ζωή. Ο Τζαβάρας στηρίζεται κυρίως στις σκέψεις που διατύπωσε ο Νίτσε στη «Γενεαλογία της ηθικής», στο «Πέρα από το καλό και το κακό» και στη «Χαρούμενη γνώση». Θεωρεί ότι η νιτσεϊκή σκέψη, που φιλοσοφεί με το σφυρί και αποδομεί όλη την παραδοσιακή ηθική, ανυψώνει στη θέση της την «θέληση για δύναμη». Την τελευταία έννοια παρ’ όλα αυτά θα την υπονομεύσει στη «Γενεαλογία της ηθικής», καθότι θεωρεί ότι η θέληση για αλήθεια τροφοδοτεί τη θέληση για δύναμη, ώστε, απορρίπτοντας την πρώτη, υπονομεύει τελικά τη δεύτερη έννοια. Παρά τις αντιρρήσεις που μπορεί να έχουμε για πολλά απ’ όσα έχει γράψει ο Νίτσε, για πρώτη φορά ίσως δείχθηκε με τόσο καθαρό και σαφή τρόπο στη «Γενεαλογία της ηθικής» πως εσωτερικεύονται οι μηχανισμοί της ενοχής, ώστε αντί να αναστραφούν προς τα έξω, να καταστέλλουν τον εσώτερο εαυτό. Έτσι ο Νίτσε μπορεί να θεωρηθεί ως ένας απεγνωσμένος συνήγορος όλων των στοιχείων που καταφάσκουν στην ζωή «ενώ η έως τώρα κυρίαρχη ηθική επιχειρούσε να επιβάλει μία καταπιεστική δεοντολογία στη ζωή, ο Νίτσε αντιπροτείνει τη ζωή ως αποφασιστικό κριτήριο κάθε δεοντολογίας» (σελ. 49). Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο Νίτσε δεν συγκαταλέγει την σκέψη του στον μηδενισμό αλλά όλες εκείνες τις θεολογίες ή φιλοσοφίες όπως είναι κατ’ αυτόν ο χριστιανισμός, ο βουδισμός, ο πλατωνισμός, η φιλοσοφία του Σοπενγχάουερ, που απορρίπτουν όλες τις αξίες που καταφάσκουν τη ζωή, για χάρη ενός επέκεινα κόσμου.


    Για τον Τζαβάρα, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει την νιτσεϊκή σκέψη ο Χάιντεγκερ έπρεπε να «εξοπλιστεί με μία επαρκή σύλληψη της έννοιας «αξία» (σελ. 49). Έτσι «η αξία είναι κάτι που ισχύει, μόνο ό,τι ισχύει είναι αξία. Αλλά τι σημαίνει «ισχύει». Ισχύει εκείνο που παίζει έναν αποφασιστικό ρόλο… Το «ισχύει» είναι ένα είδος του Είναι. Αξία υπάρχει μόνο μέσα σε ένα άξιον «Είναι». Το ερώτημα σχετικά με την αξία και την ουσία της θεμελιώνεται στο ερώτημα σχετικά με το Είναι (σελ.50).


     Ο Τζαβάρας μάς οδηγεί στην προβληματική του Χάιντεγκερ για τον Νίτσε και στον τρόπο που χρησιμοποίησε κάποιες έννοιες όπως «ζωή» και «θέληση για δύναμη», για να συμπεράνει τελικά ότι η τέχνη είναι μια αξία ανώτερη της αλήθειας (σελ. 60). Ας θυμίσουμε ότι τέτοιου είδους αξιολογήσεις συναντάμε από τα πρώτα ήδη νιτσεϊκά δοκίμια όπως το «Η γέννηση της τραγωδίας», όπου η ύπαρξη δικαιώνεται μόνο ως αισθητικό γεγονός διά της τέχνης: «α) η τέχνη λυτρώνει τον γνώστη, επειδή τον εξοικειώνει με τον τραγικό χαρακτήρα της ύπαρξης, β) λυτρώνει τον άνθρωπο της δράσης, επειδή τον καθιστά ατρόμητο πολεμιστή και ήρωα, γ) λυτρώνει τον άνθρωπο του πόνου και του πάθους, επειδή τον ωθεί να θέλει παθιασμένα και να δελεάζεται από τον πόνο» (σελ. 61). Ο Τζαβάρας προχωρώντας βαθύτερα στο ερώτημα της «απαξίωσης του Θεού» αναρωτιέται: «Μπορεί τελικά να χαρακτηρισθεί ο Νίτσε «θεολόγος» όταν κηρύσσει τον τελεσίδικο θάνατο του Θεού ή μήπως είναι απλώς ένας βλάσφημος;» (σελ. 67). Παρεμπιπτόντως, και η μυστική θεολογία θεωρεί ότι ο Θεός ξεφεύγει της ύπαρξης, ώστε κάπου ο μηδενισμός συναντά την αποφατική θεολογία. Αναμφισβήτητα, «για τον Νίτσε ο θάνατος του θεού υπήρξε ένα εξαιρετικά σημαντικό συμβάν. Είτε το στοχάζεται είτε θριαμβολογεί γι’ αυτό, φαίνεται να τον εντυπωσιάζει και να τον διεγείρει» (σελ. 73). Βεβαίως, πολλές από τις εκτιμήσεις του Νίτσε --όπως ότι ο χριστιανικός θεός ευνοεί την απονέκρωση της δύναμης-- είναι πασίδηλα ανεδαφικές, καθότι οι θρησκείες, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο υπό την μορφή του καθολικισμού και των διαμαρτυρομένων, έπαιξαν έναν καθοριστικό ρόλο στον τρόπο που διαμορφώθηκε και εξελίχθηκε ο ευρωπαϊκός πολιτισμός (τον ίδιο καθοριστικό ρόλο έπαιξε στην ανατολική Ευρώπη ο ορθόδοξος χριστιανισμός). Ο Χάιντεγκερ θεωρεί ότι η νιτσεϊκή κριτική του Θεού κατευθύνεται κυρίως στην κοσμική μορφή του χριστιανισμού. «Ο θεός που “είναι νεκρός” ήταν κατά κύριο λόγο η ιστορικά εμφανισμένη αξίωση της Εκκλησίας για κοσμική δύναμη» (σελ. 81). Όμως αυτό που ο Χάιντεγκερ θα θεωρήσει ως φόνο του Θεού, είναι η παράλειψη των φιλοσόφων να ασχοληθούν με τον ίδιο το Είναι, δηλαδή τη «λησμονιά του Είναι», ενώ θα αναδείξει τον μηδενισμό ως το «θεμελιώδες κίνημα της ιστορίας της Δύσης» (σελ. 87) που είναι τόσο παλιός όσο η ίδια η μεταφυσική (σελ. 89). Έτσι, ο μηδενισμός ξεκινά από την διατύπωση των ιδεών από τον Πλάτωνα, συνεχίζεται με την καταγραφή των ηθικών κατηγοριών, της λογικής ικανότητας και του ιδεώδους της ιστορικής προόδου (σελ. 90).


        Το δοκίμιο του Μ. Χάιντεγκερ που μετέφρασε ο Γ. Τζαβάρας (ο λόγος του Νίτσε: «Ο θεός είναι νεκρός») είναι εξαιρετικά πυκνό και θα πρέπει να διαβαστεί προσεκτικά. Ο Χάιντεγκερ ισχυρίζεται ότι «η αλήθεια του Είναι παραμένει αστόχαστη και ότι αυτή η αλήθεια ως ενδεχόμενη εμπειρία όχι μόνο έμεινε μακριά από τον στοχασμό, αλλά ο ίδιος ο δυτικός στοχασμός και μάλιστα με τη μορφή της Μεταφυσικής επικάλυψε, αγνοώντας το γεγονός αυτής της απομάκρυνσης» (σελ. 105).


        Ο Χάιντεγκερ θεωρεί ότι ο νιτσεϊκός στοχασμός «φανερώνεται κάτω από το σήμα του μηδενισμού», που συνοψίζεται μέσα στην σύντομη πρόταση «ο θεός είναι νεκρός» (σελ. 106). Κατόπιν αναφέρεται σε όλα τα νιτσεϊκά αποσπάσματα («Χαρούμενη Γνώση», «Ζαρατούστρας»), όπου αναγγέλλεται ο θάνατος του θεού, ότι «εκκλησίες είναι οι τάφοι και τα μνήματα του θεού» και ερμηνεύεται ως ότι «ο υπεραισθητός κόσμος είναι χωρίς αποτελεσματική δύναμη. Δεν χορηγεί ζωή. Η μεταφυσική δηλαδή κατά τον Νίτσε, η δυτική φιλοσοφία νοούμενη ως πλατωνισμός, έχει τελειώσει» (σελ. 114).


        Ο Χάιντεγκερ θα επεκτείνει τη σκέψη αυτή: «Αντίθετα ο μηδενισμός –νοούμενος μέσα στην ουσία του– είναι το θεμελιώδες κίνημα της ιστορίας της Δύσης. Φανερώνει μια τέτοια πορεία εις βάθος ώστε η ανάπτυξή του μόνο παγκόσμιες καταστροφές μπορεί πια να έχει ως επακόλουθο. Ο μηδενισμός είναι το κοσμοϊστορικό κίνημα εκείνων των λαών της γης, οι οποίοι έχουν συρθεί μέσα στην εξουσιαστική περιοχή της Νεότερης Εποχής» (σελ. 118).


        Ο Χάιντεγκερ συμπεραίνει επίσης ότι η επίθεση του Νίτσε στον χριστιανισμό δεν αφορά το καινοδιαθηκικό του περιεχόμενο αλλά την «ιστορική, κοσμική και πολιτική εμφάνιση της Εκκλησίας και των εξουσιαστικών της αξιώσεων μέσα στο πλαίσιο της διαμόρφωσης της δυτικής ανθρωπότητας και της νεότερης κουλτούρας της» (σελ. 121). Άλλωστε, θα θεωρήσει τον Νίτσε ως τον «τελευταίο μεταφυσικό της Δύσης», με την έννοια ότι σ’ αυτόν η Μεταφυσική αποκορυφώνεται.


       Στη συνέχεια, θα προχωρήσει στο πιο δύσκολο εγχείρημά του: να συνδυάσει τον μηδενισμό με τη «θέληση για δύναμη». Νομίζω, το αποτέλεσμα θα το δούμε στην ακόλουθη σκέψη του Χάιντεγκερ: «Ο τρόπος, κατά τον οποίο είναι τα όντα μέσα στο σύνολό τους –των οποίων η essential (=ουσία) είναι η θέληση για δύναμη– ο τρόπος κατά τον οποίο τα όντα μέσα στο σύνολό τους υπάρχουν, η existential (=ύπαρξή) τους είναι η «αιώνια επάνοδος του ίδιου». Οι δύο θεμελιώδεις όροι της νιτσεϊκής Μεταφυσικής, η «θέληση για δύναμη» και η «αιώνια επάνοδος του ίδιου», προσδιορίζουν τα όντα μέσα στο είναι τους ως προς τις απόψεις που ήδη από την αρχαιότητα καθοδηγούν τη Μεταφυσική: το ens qua ens (=το ον ως ον) με το νόημα της essential και της existential (σελ. 183).


        Τελικά ο Χάιντεγκερ θα ισχυριστεί ότι ο Νίτσε, επειδή παρέμεινε εγκλωβισμένος στη Μεταφυσική, δεν μπόρεσε να δει την ουσία του μηδενισμού, ενώ «το στοχάζεσθαι δεν θ’ αρχίσει, παρά όταν θα έχουμε αντιληφθεί ότι η εδώ και αιώνες εξυμνούμενη λογική ικανότητα είναι ο πιο σκληροτράχηλος αντίπαλος του στοχάζεσθαι» (σελ. 223).