Ο δικός μου θάνατος

Γιάννη Τζαβάρα: "Ο δικός μου θάνατος κατά τον Ρίλκε". 
Διά-ΛΟΓΟΣ 8 (2018), 186-201.
 
 
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
    Ο Ρίλκε εκλαμβάνει τον "δικό μου" θάνατο ως ένα ώριμο φρούτο που εξαρτάται από την προσωπική ζωή που έχει ζήσει κάθε άνθρωπος. Συνεπώς το νόημα του θανάτου αφορά ολόκληρη τη ζωή και όχι μόνο λίγες στιγμές της. Επιπλέον, ο θάνατος επεξηγείται ως σκοπός, για την επίτευξη του οποίου βασικό ρόλο παίζουν οι εντυπώσεις και οι εμπειρίες. Αυτή η έννοια ασκεί μια κριτική στον κλινικό θάνατο, έτσι όπως αυτός παρασκευάζεται μέσω της τεχνολογικής και ιατρικής γνώσης, ο οποίος γίνεται συχνά ευχάριστα αποδεκτός από τους ασθενείς, επειδή τους απαλλάσσει από τον πόνο και την ανησυχία, αφού αυτοί εγκαταλείπουν τον εαυτό τους και το αυτεξούσιο. Ο Ρίλκε περιγράφει τον "δικό μου" θάνατο ως μια φρικτή και τερατώδη σωματική παραμόρφωση, που μοιάζει με αρνητικές όψεις της σύγχρονης ζωής. Επιπρόσθετα, ο Θεός και ο θάνατος τίθενται πάνω στο ίδιο χαμηλό πεδίο, αφού και οι δύο εξαρτώνται από την ελλιπή φροντίδα και την κακή χρήση. Τέλος, κατά τον Ρίλκε μόνο το βλέμμα ενός ζώου μπορεί να εγκαταλείψει τη δική του καταστροφή πίσω του και να δει καθαρά και ανοιχτά τον Θεό μπροστά του.
 
ABSTRACT
   Eilke depicts "my own" death as a ripe fruit which is relevant to the personal life that each one has lived. Consequently, the meaning of death concerns the entire life and not just a few moments of it. Furthermore, death is explained as a purpose, to which impressions and experiences play a significant role. This concept also criticizes the clinical death as prepared by technical and medical knowledge, which is often accepted with pleasure by patients dispensed from pain and trouble, who have abandoned their own self and authority. Rilke describes "mu own" death as an awful and monstrous body deformity process, which resembles the negative aspects of the modern life. Additionally, God and death are set on the same low level as they both depend on the missing care and misuse. Finally, according to Rilke only a staring animal can leave its own disaster behind it, and see God pure and open before it.
 
 
 
Το πλήρες κείμενο του άρθρου έχει ως εξής:
 
O δικός μου θάνατος κατά τον Ρίλκε
 

Το 1903 εκφράζει ο Ρίλκε την άποψη, ότι κάθε άνθρωπος μπορεί να έχει τον «δικό του» θάνατο ως καρπό που προκύπτει από θεμελιώδη δεδομένα της ζωής. Αυτό διατυπώνεται ποιητικά με μορφή προσευχής στους ακόλουθους στίχους:

 

     Ω Κύριε, δώσε στον καθένα τον δικό του θάνατο.

     Την αποβίωση που προβαίνει από τη ζωή του εκείνη,

     μες στην οποία αυτός είχε αγάπη, νόημα και ανάγκες.

 

     Γιατί είμαστε μόνον ο φλοιός και τα φύλλα.

     Ο μέγας θάνατος, που όλοι έχουμε εντός μας,

     είναι ο καρπός, γύρω από τον οποίο όλα περιφέρονται[1].

 

Ο πρώτος από αυτούς τους στίχους είναι αποφασιστικός αλλά και πολυσήμαντος, γιατί δεν εξηγεί τι μπορεί να είναι ένας «δικός μου» θάνατος. Εύκολα οδηγεί στην παρεξήγηση ότι υποστηρίζει την αυτοκτονία, με το νόημα ότι πρέπει να πάρει καθένας στα δικά του χέρια τον τρόπο και τον χρόνο του θανάτου του. Ή μπορεί ακόμα να υποτεθεί εσφαλμένα ότι αναφέρεται στον τρόπο του θανάτου καθενός: άλλος πεθαίνει από αυτοκινητιστικό ατύχημα, άλλος από πρώιμη βαριά αρρώστια, άλλος από γερατειά κτλ. Χρειάστηκε λοιπόν η διασάφηση που προσφέρεται με τον δεύτερο στίχο, ότι πρόκειται για μια διαδικασία που δεν περιορίζεται στην τελευταία στιγμή της ζωής, ούτε στις συνθήκες ή τις συμπτώσεις που συνέβαλαν στην αποβίωση, αλλά εκτείνεται σε όσα προηγήθηκαν κατά τη διάρκεια της ζωής. Ο θάνατος δεν είναι μια κατάληξη με το νόημα του στιγμιαίου τέλους, αλλά κάτι που συνοδεύει κάθε άνθρωπο ισόβια. Ειπωμένο χοντρικά: ο καθ’ έκαστον θάνατος γίνεται· διαμορφώνεται, μάλιστα και καλλιεργείται, όσο πιο επικεντρωμένα σ’ αυτόν ζει καθένας, όσο σαφέστερα «περιφέρονται» όλα γύρω από αυτόν και όχι γύρω από αλλότρια και ετερόκλητα[2].

Το ότι ο θάνατος είναι καρπός της εξατομικευμένης ζωής, με το νόημα ότι «ωριμάζει» μόνο εφόσον εμείς με τις πράξεις μας τον ωριμάζουμε, λέγεται σε τρεις περαιτέρω στίχους του ίδιου ποιητικού βιβλίου:

 

     Γιατί αυτό είναι που κάνει την αποβίωση ξένη και δυσχερή:

     το ότι δεν είναι ο δικός μας θάνατος· αλλά είναι ένας

     που τελικά μας παίρνει, μόνο επειδή κανέναν δεν ωριμάζουμε[3].

 

Από εδώ προκύπτει ότι εκτός από τον δικό μας θάνατο υπάρχουν και άλλοι – που δεν μας ανήκουν, επειδή δεν προέκυψαν από τη δική μας ζωή. Στην περίπτωση που δεν έχει αναπτυχθεί αρκετά ο δικός μας, είναι αναπόφευκτο αυτό που συμβαίνει κατά το πλείστο, ότι «τελικά μας παίρνει» ένας οποιοσδήποτε. Ο μη δικός μου θάνατος χαρακτηρίζεται «ξένος», επειδή αναδύεται από κάποιαν άλλη και όχι από την οικεία πηγή. Έτσι φανερώνεται ότι ο χαρακτηρισμός του θανάτου ως δικού μου είναι αιτιολογικός, αφού επισημαίνει εμένα τον ίδιο ως πηγή και αιτία του.

Αυτό το εύρημα δεν πρέπει να αφεθεί αναξιοποίητο. Χρειάζεται να αναζητήσουμε στους στίχους του Ρίλκε, για ποιαν ακριβώς αιτία γίνεται λόγος. Ήδη ο Αριστοτέλης κάνει λόγο για τέσσερα είδη αιτίας: το υλικό, το μορφικό, το ποιητικό και το «τελικό» (= τον σκοπό, το οὗ ἕνεκα). Μάλιστα ο ίδιος αρχαίος στοχαστής διαπιστώνει ότι ανώτερο ανάμεσα σε αυτά είναι το τελευταίο, το οποίο εκλαμβάνει ως θεϊκό και το αποδίδει στον Θεό ως κύριο χαρακτηριστικό Του. Με παρόμοιο πνεύμα ο Ρίλκε αναγνωρίζει ότι ο δικός μου θάνατος, κατά το μέτρο που αυξάνεται σε τόσο υψηλό βαθμό, ώστε να αποβεί «μέγας» (στίχος 5), είναι ένας σκοπός «γύρω από τον οποίο όλα περιφέρονται» (στίχος 6), δηλαδή συντελούν στην επίτευξή του ως μέσα. Με την ποιητική παρομοίωση του ανθρώπου ως δέντρου, η οποία χρησιμοποιείται στο δεύτερο τρίστιχο, «όλα» είναι αφενός η εξωτερική φλούδα είτε του κορμού είτε του καρπού, αφετέρου τα φύλλα που τρέφονται αφ’ εαυτών με τη διαδικασία της φωτοσύνθεσης, γιατί «όλα» υπηρετούν τον ένα και μοναδικό σκοπό[4] που είναι η ωρίμανση του θανάτου ως καρπού.

Αυτή είναι μια ανθρωπολογική θεώρηση που μπορεί ακριβοδίκαια να χαρακτηρισθεί καινοτόμος. Διότι διχοτομεί την ανθρώπινη ύπαρξη σε δύο μέρη που δεν έχουν αναγνωρισθεί έως τώρα με τόση οξυδέρκεια: Το ένα μέρος είναι υπηρετικό του άλλου· αποτελείται όχι μόνο από το σώμα ή την εξωτερική εμφάνιση, αλλά επίσης από όλα όσα μπορούμε να εκλάβουμε ως συστατικά της ανθρώπινης ζωής: τα αισθήματα, τις επιθυμίες, τις αποφάσεις, τις πράξεις και τις εμπειρίες. Όλα αυτά είναι υπηρετικά, κατά το μέτρο που στέκονται στην υπηρεσία ενός ενδόμυχου, δεύτερου μέρους, που είναι η τελική τους κατάληξη και ο στόχος τους (θυμήσου το διττό νόημα της αρχαιοελληνικής λέξης: τέλος). Αυτός είναι ο θάνατος, τον οποίο «όλοι έχουμε εντός μας» (στίχος 5).

Ο δικός μου θάνατος, όπως συλλαμβάνεται από τον Ρίλκε, πρέπει να ιδωθεί μέσα από το πρίσμα αυτής της διχοτόμησης και όχι της διχοτόμησης δικός-μου-θάνατος / θάνατος-των-άλλων, έτσι όπως βιώνουμε τον δεύτερο εμπειρικά-συγκινησιακά. Όσο και αν μου υπενθυμίζει τον δικό μου θάνατο, η αποβίωση ενός συνανθρώπου (ας είναι και ο πιο αγαπητός συγγενής ή φίλος) παραμένει έξω από τις ενδόμυχες διεργασίες που οδηγούν τελεολογικά στο να θρέψουν τον δικό μου θάνατο. Κανένα βίωμα αλλότριου θανάτου δεν είναι συγκρίσιμο με το συγκροτητικό γεγονός του δικού μου θανάτου ως σκοπού της δικής μου ζωής. Γι’ αυτό δεν έχει παρά μόνο ένα επιπόλαιο νόημα η πρόταση, να συλλάβουμε νοητικά τον θάνατο-των-άλλων (= οπτική του επιβιώνοντος) και τον δικό-μου-θάνατο (= οπτική του ετοιμοθάνατου) ως δύο αλληλοσυμπληρωνόμενες απόψεις[5].

Ο Ρίλκε καταγράφει στον τρίτο στίχο της εξάστιχης προσευχής τα κύρια συστατικά της ζωής, αυτά που κατορθώνουν ν’ αναπτύξουν τον δικό μου θάνατο. Πρόκειται για τρία τέτοια συστατικά: «αγάπη, νόημα και ανάγκες». Τι εννοούσε με αυτά; Μπορούμε να εικάσουμε ότι διαισθάνθηκε πόσο πολύ περιεχόμενο κρύβεται μέσα τους και πόσο χρέος είχε ο ίδιος να τα διασαφηνίσει. Ίσως για να εκπληρώσει αυτό το χρέος ανέλαβε να γράψει μέσα στα επόμενα χρόνια ένα εκτενές διασαφητικό κείμενο, που όμως δεν είναι ούτε δοκίμιο ούτε επιστημονική μελέτη, αλλά ένα πεζογράφημα: «Οι σημειώσεις του Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε». Παρακάτω θα περιοριστώ να επισημάνω τα στοιχεία που περιγράφουν τον ίδιο τον δικό-μου-θάνατο και μόνο δευτερευόντως τα στοιχεία που τον αναπτύσσουν[6].

*  *  *

Ήδη η πρώτη πρόταση των «Σημειώσεων» επαναλαμβάνει την πεποίθηση του Ρίλκε ότι ο σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης δεν είναι να ζήσει, αλλά να πεθάνει. Αυτό όμως λέγεται αμφίσημα, επειδή το αρχικό και συνακόλουθο ενδιαφέρον του συγγραφέα είναι να ασκήσει κριτική στον «ξένο» θάνατο, έτσι όπως αυτός διεξάγεται επιμελώς στα νοσοκομεία. Αρχίζει ως εξής: «Ώστε λοιπόν εδώ έρχονται οι άνθρωποι για να ζήσουν, εγώ θα έλεγα μάλλον πως πεθαίνει κανείς εδώ»[7]. Αυτό το επανειλημμένο «εδώ» δεν είναι μόνο το παρισινό περιβάλλον, όπου ζει ο 28χρονος Δανός ποιητής Μ. Λ. Μπρίγκε, δεν είναι μόνο τα νοσοκομεία που αναλαμβάνουν –όπως περιγράφει αμέσως παρακάτω– να διαχειριστούν τις έσχατες ώρες των ανθρώπων, τον τοκετό, τις βαριές αρρώστιες και τον θάνατο, αλλά περιλαμβάνει ευρύτερα ολόκληρη την ανθρώπινη ζωή, έτσι καθώς αυτή παρασκευάζει ή δεν παρασκευάζει την τελεσίδικη κατάληξή της. Το «εδώ» μέσα στην ευρύτητά του, ως hier-sein ή da-sein, είναι αλληλένδετο με τη διηνεκή ανθρώπινη τάση προς επιβίωση και διαβίωση, όπως αυτή ελάχιστα διαφοροποιείται από την αντίστοιχη τάση κάθε ζωντανού οργανισμού ως προορισμένου να πεθάνει.

Η αντιμετώπιση του «δικού μου» θανάτου, την οποία αναλαμβάνει ο νεαρός Μπρίγκε, καταγράφεται αμέσως μετά. Δεν είναι προϊόν μιας απόφασης, αλλά «έρχεται» με αυθόρμητο τρόπο μέσω των αισθήσεων – κατά το πλείστο μέσω της ακοής και της όρασης. Έρχεται ως ένας άγνωστος γείτονας, του οποίου ακούγονται τα βήματα που ανεβαίνουν τη σκάλα της πολυκατοικίας και συνεχίζουν την πορεία τους εισδύοντας στα ενδότερα της ψυχής: «Κάποιος ανεβαίνει τη σκάλα. Έρχεται, έρχεται ακατάπαυστα. Είναι εδώ, είναι ώρα εδώ, προσπερνάει»[8]. Με αυτό το «εδώ» γίνεται μια σαφής συγκεκριμενοποίηση εκείνου του γενικού «εδώ» που είχε ειπωθεί (και πάλι δύο φορές) στην πρώτη πρόταση. Πρόκειται τώρα για το εγώ-εδώ του Δανού συγγραφέα. Αλλά αυτό δεν βιώνεται μέσω μιας νηφάλιας αυτοσυνείδησης, ότι υπάρχω σε διάκριση προς όσα εκτείνονται στο περιβάλλον, αλλά μέσω του ακαριαίου πόνου που εισδύει εσώψυχα και «ακατάπαυστα», μέσω μιας ακουστικής εμπειρίας. Αυτός ο κάποιος που ανεβαίνει τη σκάλα μπορεί να είναι ο δικός μου επερχόμενος θάνατος – αλλά προς στιγμήν απλά κοντοστέκεται και προσπερνάει.

Ο δικός μου θάνατος έρχεται προπάντων μέσω της όρασης. Όσα βλέπει ο Μπρίγκε δεν παραμένουν έξω από αυτόν, στο ορατό περιβάλλον του, ούτε απλώς γίνονται αντιληπτά ως αντικείμενα, αλλά εισδύουν μέσα του. Τι σημαίνει αυτό και τι κάνουν εκεί μέσα; Παραθέτω την ακριβή διατύπωση: «Μαθαίνω να βλέπω. Δεν ξέρω πού οφείλεται αυτό, όλα εισχωρούν βαθύτερα μέσα μου χωρίς να σταματούν στη θέση που άλλοτε πάντα ήταν το τέλος. Έχω ένα εσώτερο, αυτό δεν το ήξερα. Όλα τώρα πηγαίνουν εκεί. Δεν ξέρω τι συμβαίνει εκεί» (όπ.π.). Αυτή η σύνθετη διατύπωση προσδιορίζει το βλέπειν ως μαθησιακή διαδικασία. Δεν πρόκειται, βέβαια, για ένα συνηθισμένο ή γενικά εξασκούμενο βλέπειν, αλλά για κάτι που αφορά αυτό το συνειδητοποιούμενο εγώ ενός νεαρού ποιητή. Αυτός αρχίζει να τα βλέπει «όλα» διαφορετικά. Όχι παραμορφωμένα ή εξιδανικευμένα, αλλά ως μη αρκούμενα στο να παρευρίσκονται ολόγυρά του, ως μη σταματώντας στο εκτός-Είναι. Αυτό θα μπορούσε να εξηγηθεί κοινότοπα, επειδή μέσω της όρασης θεωρείται από παλιά ότι εισδύουν μέσα μας εικόνες και παραστάσεις των εξωτερικά ευρισκόμενων πραγμάτων. Αλλά εδώ δεν πρόκειται γι’ αυτό, διότι εκείνη η εξήγηση αφορούσε μια διάκριση των πραγμάτων από τις εικόνες τους[9] και προϋπέθετε ότι τα πράγματα παραμένουν έξω, και μόνο οι εικόνες εισδύουν: έτσι νοούμενα, τα πράγματα «σταματούν» σε ένα «τέλος». Αντίθετα, για τον Δανό ποιητή εισχωρούν και καταλαμβάνουν ένα χώρο που έως τώρα ήταν άγνωστος και ασυνείδητος. Είναι ο ενδόμυχος χώρος, όπου τρέφεται και αυξάνεται ο δικός μου θάνατος. Τα ίδια τα βλεπόμενα –και όχι οι εικόνες τους– μεταποιούνται εκεί μέσα σ’ αυτό το εντελώς δικό μου «κάτι» που είναι ο δικός μου θάνατος. Τα ίδια τα βλεπόμενα γίνονται το δικό μου τέλος.

Ας προσεχτούν οι δύο τελευταίες προτάσεις (όπ.π.): «Όλα τώρα πηγαίνουν εκεί. Δεν ξέρω τι συμβαίνει εκεί». Διαβεβαιωνόμαστε ότι υπάρχει ένα «εκεί» σε διάκριση από κάθε έως τώρα γνωστοποιούμενο και γενικά γνωστό «εδώ». Εκείνο το μη γνωστό είναι ο χώρος του δικού μου θανάτου, ο οποίος διακρίνεται από όλα όσα βρίσκονται έξω από εμένα και όλα όσα αφορούν τη ζωή μου. Θα ήταν παράδοξο να υποτεθεί ότι αυτό το «εκεί» δεν υπάρχει, αφού όλοι εξ αρχής γνωρίζουν ότι υπάρχει το τέλος της ζωής. Αλλά ενώ συνήθως το τέλος εκλαμβάνεται σαν μια στιγμιαία αποβίωση, για τον ποιητή το τέλος είναι μια πληρότητα αποτελούμενη από όλα όσα εισέδυσαν μέσω του ποιητικού του βλέμματος σ’ αυτό το άγνωστο κι εξακολουθητικά ανέγνωρο «εκεί». Ο ίδιος ο Πλωτίνος αλλά και άλλοι νεοπλατωνικοί έκαναν ευρεία χρήση του «εκεί» για να σημαδέψουν τον τόπο της νόησης, των ιδεών, του Ενός, του ωραίου κτλ.[10]. Αλλά αυτή η «ρεαλιστική» άποψη ελάχιστα συμπίπτει με το «εκεί» του Ρίλκε, όπου εισχωρούν όλα, για να συγκροτήσουν το θανατικό τίποτα.

Πριν μάθουμε, τι μπορεί να «συμβαίνει εκεί» ως συγκροτητικό του δικού μου θανάτου, αφηνόμαστε σε μια κριτική περιήγηση στον τρόπο, κατά τον οποίο πεθαίνουν σήμερα οι περισσότεροι. Ο τρόπος περιγράφεται ως μαζικός («εργοστασιακός») και τεχνητός, δηλαδή μέσω της όλο και πιο περίπλοκης τεχνολογίας. Η κριτική συνίσταται στο ότι η αποβίωση δεν είναι πια ένα φυσικό γεγονός αλλά μια προδιαγεγραμμένη τεχνολογική αποτυχία. Θα μπορούσε να δικαιολογηθεί, αν αποτελούσε εξαίρεση· αλλά με τη μαζικότητα που την χαρακτηρίζει, η αποτυχία είναι πια ο κανόνας, τον οποίο όλοι αναγνωρίζουν ως αναπόφευκτο και αποδέχονται. Το χειρότερο, μάλιστα, δεν είναι ο ίδιος ο μαζικός και τεχνητός θάνατος, αλλά το ότι έχει λιγοστέψει μέχρι εξαφάνισης η επιθυμία για κάτι διαφορετικό. Αυτό λέγεται ως εξής:

 

«Η επιθυμία, να έχει κανείς ένα δικό του θάνατο, γίνεται ολοένα πιο σπάνια. Λίγο ακόμα και θα είναι τόσο σπάνια όσο και το να έχεις μια δική σου ζωή. Θεέ μου, εδώ υπάρχουν όλα. Έρχεται κανείς, βρίσκει μια έτοιμη ζωή, δεν έχει παρά να την φορέσει» (όπ.π.).

 

Ο μαζικός τρόπος θανάτου προϋποθέτει μια μαζικοποιημένη ζωή. Δεν επιλέγει κανείς τη ζωή που θα κάνει. Την έχουν άλλοι προετοιμάσει μέχρι τις παραμικρές λεπτομέρειες, όπως είναι η πιτζάμα που βρίσκει κανείς τοποθετημένη γι’ αυτόν πάνω στο νοσοκομειακό-νεκρικό κρεβάτι. Όσο καλοβαλμένη είναι αυτή η τελευταία πράξη, εξίσου καλουπωμένες είναι και πολλές προηγούμενες, από τη γέννα ή και (σήμερα πια) ήδη από την τεχνητή γονιμοποίηση.

Ο θάνατος που λαμβάνει χώρα στα νοσοκομεία δεν είναι απλώς μαζικός και τεχνολογικά παρασκευασμένος, αλλά είναι διαστρεβλωμένος ήδη εννοιολογικά, γιατί θεωρείται ότι ανήκει στην αρρώστια που έχει καθένας. Αφότου όλες οι αρρώστιες είναι γνωστές, οι άνθρωποι επαναπαύονται στο ότι γνωρίζουν την αιτία του θανάτου. Γνωρίζουν ότι ο θάνατος προέρχεται από την τάδε ασθένεια και άρα ανήκει σ’ αυτήν και όχι στον εαυτό τους. Ο ίδιος ο άρρωστος ούτε είναι υπαίτιος ούτε έχει να κάνει τίποτα, γιατί η αρρώστια δεν είναι δική του δουλειά· δεν του μένει παρά να εγκαταλειφθεί στα χέρια των αρμοδίων. Ο θάνατος ως τέλος της δικής μου ζωής έχει υποκατασταθεί από μια ευρύτατα καθιερωμένη έννοια: από τον θάνατο ως τέλος της τάδε αρρώστιας.

Ο Μπρίγκε τονίζει την ευχαρίστηση, με την οποία συνοδεύεται ένας τέτοιος νοσοκομειακός θάνατος. Ο ετοιμοθάνατος αναθέτει τα πάντα στους άλλους, γι’ αυτό δεν θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο να κάνει οτιδήποτε: εγκαταλείπεται στην επιτηδειότητα και στην τεχνογνωσία τους. Κατά κάποιον τρόπο αναθέτει τον ίδιο του τον εαυτό στο ίδρυμα (Anstalt) που έχει αναλάβει εργολαβικά (angestellt) τη διεκπεραίωση της αποπεράτωσής του. Η εγκατάλειψη του εαυτού συνοδεύεται από ευγνωμοσύνη προς τους γιατρούς και τις νοσοκόμες που τον παίρνουν στα χέρια τους. Αυτοί αναλαμβάνουν να κάνουν τον θάνατο όσο το δυνατό πιο ανώδυνο, ασυναίσθητο και αθόρυβο. Η αποβίωση είναι πια δική τους υπόθεση και δεν έχει να κάνει σχεδόν τίποτα με τον ετοιμοθάνατο. Ο θάνατος σμικρύνεται τόσο πολύ, ώσπου δεν έχει τίποτα κοινό με εκείνο τον «μέγα» θάνατο που αυξάνεται ισόβια εντός μας ως καρπός ενός δέντρου. Αφήνοντας τη ζωή του στα χέρια άλλων ο ετοιμοθάνατος αφήνει και τον θανατικό καρπό μιας ολόκληρης ζωής να εξουθενωθεί σαν ένα ανύπαρκτο τίποτα.

Αντίθετα, ο θάνατος στο σπίτι ήταν παλιότερα ένα μακροχρόνιο και περιβόητο συμβάν. Ο Μπρίγκε δεν χορταίνει να περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τον θάνατο του παππού του μέσα στο παλαιό δανέζικο αρχοντικό. Ήταν ένας βαρβάτος θάνατος, που δεν τον χωρούσε καν το μεγάλο σπίτι, διαρκούσε επί μήνες και αποτελούσε το επίκεντρο του ενδιαφέροντος όλου του χωριού. Ήταν τόσο μεγάλος όσο και το ευγενικό του όνομα: Christof Detlev Brigge auf Ulsgaard, και ήταν ανάλογος προς τη ζωή που είχε ζήσει. Αυτός ο θάνατος δεν ήταν αθόρυβος, αλλά βοούσε και ούτε καν με τη φωνή του αυλικού – γιατί είχε δική του φωνή. Ο θάνατος ήταν ζωντανός (!), μιλούσε και διέτασσε: «Ζητούσε τα σκυλιά, απαιτούσε να γελούν, να μιλούν, να παίζουν και να σωπαίνουν και όλα αυτά ταυτόχρονα. Απαιτούσε να ιδεί φίλους, γυναίκες και πεθαμένους, και απαιτούσε κι ο ίδιος να πεθάνει: απαιτούσε. Απαιτούσε και φώναζε»[11]. Με τέτοιες εκφράσεις περιγράφεται ένας ηγεμονικός θάνατος, ο οποίος δεν περιορίζεται στις ημέρες της αποβίωσης, γιατί ο αυλικός τον κουβαλούσε ισόβια μέσα του (in sich), αφού τον είχε θρέψει αφ’ εαυτού του (aus sich). Τον είχε καταστήσει τόσο «μέγα», ώστε στο τέλος αυτός απέβη κυρίαρχος. Ο θάνατος ανέλαβε να ξοδέψει όλη την εξουσία που δεν είχε καταναλώσει ο αυλικός κατά τις ήσυχες μέρες του, σαν μια περιουσία που είχε συλλεγεί για χάρη του. Θα ήταν αδιανόητο στον αυλικό να πεθάνει «έναν άλλο θάνατο», δηλαδή ένα θάνατο φτιαγμένο από άλλους γι’ αυτόν.

Επειδή θα μπορούσε να προκύψει η παρεξήγηση, ότι μόνο ένας ηγεμόνας έχει ένα δικό του θάνατο, διαβεβαιωνόμαστε ότι ένας τέτοιος θάνατος ήταν παλαιότερα ο γενικός κανόνας. Όχι μόνο για τους ηγέτες ή τους πολεμιστές αλλά και για τις γυναίκες και για τα μικρά, πρόωρα πεθαμένα παιδιά. Οι πολεμιστές κατόρθωναν να αιχμαλωτίζουν τον δικό τους θάνατο εντός τους: μέσα στην πανοπλία τους. Οι γυναίκες παρέμεναν ζωντανές έως τα βαθιά γεράματα, κι ενώ σταφίδιαζαν και κόνταιναν, πέθαιναν μπροστά σε όλους πάνω σε ένα τεράστιο κρεβάτι σαν να επρόκειτο για μια θεατρική σκηνή. Ήδη οι εγκυμονούσες γυναίκες διαισθάνονταν ότι μέσα στη βαριά κοιλιά τους αναπτύσσονταν δύο καρποί: ένα μωρό κι ένας θάνατος. Και τα μικρά παιδιά –που δεν είχαν προλάβει να αναπτύξουν μέσα τους τον θάνατο– πέθαιναν όχι μόνο την πρόωρη αποβίωσή τους αλλά και αυτό που επρόκειτο να γίνουν εάν επιβίωναν[12].

Αυτές οι συχνά γκροτέσκες περιγραφές θα μπορούσαν ίσως να εκληφθούν σαν υπερβολικές και όχι σαν νηφάλιες καταγραφές. Και όμως ο ύστερος Ρίλκε αναλαμβάνει –όπως θα δούμε παρακάτω, στην Όγδοη Ελεγεία του– μάλλον να τις γενικεύσει παρά να τις αμφισβητήσει. Αυτό που θέλει να τονίσει εδώ και αλλού, είναι ότι το παρελθόν –και μάλιστα ολόκληρο το κοσμοϊστορικό γίγνεσθαι (γερμαν. Weltgeschichte)– έχει παρερμηνευτεί, επειδή οι ιστοριογράφοι εξέλαβαν πάντα τους αλλοτινούς ανθρώπους σαν μάζες, σαν «ένα συρφετό πολλών ανθρώπων, αντί να μιλήσουν για τον ένα, γύρω από τον οποίο στέκονταν οι πολλοί, επειδή ήταν ξένος και πέθανε»[13]. Αυτός ο ένας δεν ήταν κάποιος ηγέτης ή στρατηγός που πέτυχε κοσμοϊστορικά επιτεύγματα, αλλά ήταν κάθε άνθρωπος που είχε δικό του εαυτό, δική του ζωή και δικό του θάνατο. Σ’ αυτή την ιδιαιτερότητα οι παραστεκάμενοι ήταν απλοί θεατές: δεν μπορούσαν να τον εξηγήσουν και να τον συγκαταλέξουν στο σύνολο, γι’ αυτό τον εκλάμβαναν σαν ξένο και ως τέτοιο τον άφηναν στη δική του ζωή και στον δικό του θάνατο. Η ιδιαιτερότητα υπερβαίνει τα φανταχτερά κοσμοϊστορικά συμβάντα και στέκεται ξέχωρα ως κάτι ανεξήγητο. Γι’ αυτό είναι ολότελα εσφαλμένο, όταν μιλά κανείς για «τις γυναίκες» ή για «τα παιδιά» του παρελθόντος, και «δεν διαισθάνεται (δε μαντεύει παρ’ όλη τη μόρφωση), ότι αυτές οι λέξεις από καιρό πια δεν έχουν πληθυντικό, αλλά μόνο αναρίθμητους ενικούς»[14].

Η κριτική που ασκείται στην ισοπεδωτική καταγραφή της παγκόσμιας ιστορίας έχει και μια θεολογική αιχμή. Ο ποιητής θεωρεί ολωσδιόλου εσφαλμένη την καθιερωμένη αντίληψη ότι ο Θεός αφορά συλλήβδην όλους τους ανθρώπους, σαν να είναι κάποια υπέρτερη εξουσία που τάχα επιστατεί τους πάντες από κοινού και σαν κάτι κοινό (ο Ρίλκε γράφει: Gemeinsames). Αντίθετα, ο Θεός εξαρτάται από τη συμπεριφορά κάθε ατομικού ανθρώπου, από την καθημερινή χρησιμοποίηση ή αχρηστία του. Αυτό το νόημα έχει η παραβολή των μαχαιριών: Ένα αγόρι αγοράζει ένα μαχαίρι και την ίδια μέρα ο γείτονάς του αγοράζει ένα μαχαίρι εντελώς όμοιο· όταν τα δείχνουν μετά από μια εβδομάδα ο ένας στον άλλο, αυτά ελάχιστα μοιάζουν μεταξύ τους: «τόσο διαφορετικά καταντήσανε σε διαφορετικά χέρια». Όπως κάθε ανθρώπινο άτομο διεξάγει τη δική του ζωή και τρέφει τον δικό του θάνατο, αντίστοιχα χρησιμοποιεί, αναπτύσσει και καταναλώνει τον δικό του Θεό. Πρόκειται για μια ισόβια διαδικασία και συμπεριφορά – κατά κανέναν τρόπο για κάτι εξαρχής και μέχρι τέλους στατικό ή τελεσίδικο («αιώνιο»).

Αλλά πώς είναι λοιπόν ο δικός μου θάνατος και ο δικός μου Θεός; Αυτό το ερώτημα είναι εσφαλμένο, κατά το μέτρο που ζητά μια κοινή τους υπόσταση σε όλους τους ανθρώπους, ενώ πρόκειται για κάτι που εξαρτάται από τον καθένα και διαφοροποιείται μέσα σε καθένα και ανά πάσα στιγμή. Έτσι, από τον Μπρίγκε μπορούμε να προσδοκούμε μόνο μια περιγραφή του δικού του θανάτου και του δικού του Θεού. Πράγματι, αυτό που στο ποίημα του 1903 ο Ρίλκε ονόμασε «ο μέγας θάνατος», στο πεζογράφημα του 1910 ο Μπρίγκε το ονομάζει: «το Μεγάλο» (das Große). Αυτό του πρωτοεμφανίστηκε όταν κειτόταν άρρωστο παιδί στο κρεβάτι με πυρετό, και τότε του προξένησε τον πρώτο βαθύ τρόμο. Όταν τον ρωτούσαν τότε οι παρευρισκόμενοι, τι ήταν αυτό που τον τρόμαζε, απαντούσε πάντα με αυτή την ακριβόλογη διατύπωση: «το Μεγάλο». Και τον γιατρό που ανέλαβε να τον θεραπεύσει, ο μικρός Μπρίγκε παρακάλεσε να τον απαλλάξει μόνο από το Μεγάλο, γιατί «όλα τα άλλα δεν ήταν τίποτα»[15]. Αλλά ο γιατρός δεν πέτυχε το ζητούμενο, κι έτσι Αυτό ξαναεμφανίστηκε μετά από χρόνια, θρεμμένο με τις βιοτικές εμπειρίες, χωρίς να συνοδεύεται από κάποια εξόφθαλμη σωματική αντίδραση  («πυρετό»). Τώρα μάλιστα φανερώθηκε μέσα σε ακόμα πιο ξεκάθαρη μορφή: «Τώρα ξεφύτρωσε από μέσα μου ως ένα πρήξιμο, ως ένα δεύτερο κεφάλι, και ήταν ένα μέρος του εαυτού μου, αν και δεν ήταν καθόλου δυνατό να ανήκει σ’ εμένα, αφού ήταν τόσο μεγάλο. Ήταν εδώ, ως ένα μεγάλο νεκρό ζώο που κάποτε, όταν ακόμα ζούσε, ήταν το χέρι μου ή ο βραχίονάς μου» (όπ.π.).

Σύμφωνα με αυτή την περιγραφή ο ενδόμυχος θάνατος είναι μια σωματική παραμόρφωση τόσο μεγάλη, όσο ένα δεύτερο κεφάλι. Και μάλιστα τόσο δυσανάλογο, ώστε ξεφεύγει από τις δυνατότητες ενός μικρού σώματος, γιατί είναι ένα υπερμέγεθες εξόγκωμα, ένα μέρος του σώματος που υπερβαίνει τη σωματική ολότητα. Μολονότι είναι ο ολόκληρος θάνατος, μοιάζει με ένα νεκρό μέλος που θα πρέπει κάποτε να ήταν ζωντανό: ένα επιπλέον χέρι που νεκρώθηκε κι επιχειρεί να καταλάβει οτιδήποτε απέμεινε ζωντανό. Ο ενδόμυχος θάνατος του Μπρίγκε δεν είναι λοιπόν απλά μια δυσμορφία, αλλά μια αδυνατότητα μορφής· είναι ένα μέρος που ξεπερνάει το όλο και μια νέκρωση ενός ουδέποτε ζωντανού.

Η ίδια τρομακτική κατάσταση περιγράφεται και όσον αφορά το αίμα, που κυκλοφορεί τόσο μέσα από το ζωντανό σώμα όσο και μέσα από το νεκρό πρήξιμο. Το αίμα είναι ανεπαρκές στο να γεμίσει το Μεγάλο, αλλά και απρόθυμο να το αιματώσει, γιατί επιστρέφει «άρρωστο και μολυσμένο». Έτσι, η κυκλοφορία του αίματος διεξάγεται και δεν διεξάγεται, γιατί αντί να ζωογονεί τον θάνατο, το ίδιο το αίμα ασθενεί μέχρι θανάτου.

Από αυτά τα χωρία καταδεικνύεται ότι ο Ρίλκε δεν θέλησε να εξωραΐσει τον δικό μου θάνατο ή να τον καταστήσει ήπιο και βατό, ώστε να απονεμηθεί σαν ένα γιορτινό δώρο σε κάθε άνθρωπο. Γιατί αντίθετα, τον περιέγραψε με τρομαχτικές και φριχτές εικόνες, μάλιστα και ως ανθρώπινη αδυνατότητα και παραλογισμό. Μολονότι φανερώνεται ως ενδόμυχος πυρήνας, ο θάνατος είναι κακοφορμισμένο προϊόν κακότροπων βιωματικών επιδράσεων και κοινωνικά προσδιορισμένων παρεκτροπών που έχουν βαθύ ψυχικό αντίκτυπο. Κι ενώ πρόκειται για μια ποιητική-ημερολογιακή καταγραφή του Μπρίγκε, εμπλουτισμένη με βιογραφικά στοιχεία του ίδιου του Ρίλκε, η εξαιρετική ευαισθησία αυτών των ποιητών είναι αποκαλυπτική ενός σύνθετα, κοινωνικά-ατομικά ωριμασμένου «δικού μου» θανάτου[16].

Μέσα στις «Σημειώσεις του Μ.Λ. Μπρίγκε» υπάρχει ένα χωρίο που συνοψίζει τα προηγούμενα και βγάζει ένα συμπέρασμα, που μέσα στα όριά του είναι ακαταμάχητο. Ενδιαφέρεται αρχικά να συνδέσει τον δικό μου θάνατο με ένα συναίσθημα, κι έτσι να τον αποσυνδέσει από την αντικειμενική-εμπειρική γνώση. Ο δικός μου θάνατος δεν γνωρίζεται αντικειμενικά, γιατί τότε συγχέεται με τον θάνατο όλων των άλλων ανθρώπων, τον οποίο συνήθως γνωρίζουμε ως ένα αναμφισβήτητο εμπειρικό δεδομένο. Ο δικός μου θάνατος προσεγγίζεται μέσω του φόβου. Όχι όμως μέσω ενός παιδικού ή επιπόλαιου φόβου, όπως φοβάται κανείς το σκοτάδι ή έναν εξωτερικά επερχόμενο κίνδυνο (π.χ. ένα αυτοκίνητο που με την υπερβολική του ταχύτητα απειλεί τη σωματική μας ακεραιότητα), αλλά μέσω του φόβου που προκαλείται από μια δική μας δύναμη, η οποία ξεκινά από μέσα μας, διογκώνεται και απειλεί ολοένα και περισσότερο να μας εξολοθρεύσει. Αυτή τη δύναμη τη φοβούμαστε χωρίς να την γνωρίζουμε,

 

    «αλλά μήπως δεν είναι ακριβώς το πιο δικό μας, αυτό για το οποίο γνωρίζουμε τα λιγότερα; Κάποτε στοχάζομαι τον τρόπο, κατά τον οποίο     προέκυψε ο ουρανός [= ο Θεός] και ο θάνατος: με το ότι απωθήσαμε από τον εαυτό μας το πιο πολύτιμό μας, επειδή είχαμε να κάνουμε         τόσο πολλά άλλα πριν από αυτό, κι επειδή αυτό δεν βρισκόταν σε ασφάλεια μέσα σ’ εμάς τους απασχολημένους. Τώρα πέρασαν χρόνια και      συνηθίσαμε σε πιο μικρά πράγματα. Δεν αναγνωρίζουμε πια το ιδιάζον σ’ εμάς και τρομάζουμε μπροστά στο εξαιρετικό του μεγαλείο»[17].

 

Σ’ αυτό το χωρίο γίνεται η διαπίστωση ότι ο Θεός και ο θάνατος είναι ό,τι πιο πολύτιμο για εμάς και ό,τι πιο δικό μας, αλλά ακριβώς γι’ αυτό παραμένουν σ’ εμάς απρόσιτοι μέσω της γνώσης. Μήπως τουλάχιστον επιθυμούμε διόλου να τους γνωρίσουμε; Όχι μόνο δεν επιδιώκουμε την εξοικείωση με αυτούς, αλλά ίσα-ίσα αυτοί «προέκυψαν» και αποκόπηκαν από εμάς, επειδή τους απωθήσαμε, αφενός με τη δικαιολογία ότι είχαμε ν’ ασχοληθούμε με πολλά άλλα πράγματα που προσείλκυαν κατά καιρούς το ενδιαφέρον μας, αφετέρου με την πρόφαση ότι αυτοί θα ήταν ασφαλέστεροι μακριά από εμάς, είτε πάνω στον έναστρο ουρανό είτε κάτω από τη γη – εκεί που θάβουμε τους νεκρούς και τον ίδιο το θάνατο.

Όλα όσα συνήθως μας απασχολούν όσο ζούμε, είναι πιο μικρά σε σύγκριση προς αυτά τα δύο τεράστια μεγέθη, που είναι ο Θεός και ο θάνατος. Αλλά επιλέγουμε τη μικρότητα, επειδή δεν εξοικειωθήκαμε με το Μεγάλο, δεν διείδαμε ότι πρόκειται για το πιο δικό μας –ο Ρίλκε γράφει “Eigentum” (= das Eigene, η ιδιοκτησία ως το ιδιάζον, το ίδιον)– και γι’ αυτό τρομάζουμε μπροστά τους. Συμπερασματικά: Αγνοούμε ηθελημένα ότι ο Θεός και ο θάνατος μάς ανήκουν με το νόημα ότι η αληθινή τους θέση είναι εδώ-δίπλα-μας κι εδώ-μέσα-μας.

Μπορούν όμως αυτοί οι δύο να εξισωθούν ταυτιζόμενοι τόσο αδρά ως «το πιο δικό μας»; Σε ένα ανώτατο ωρίμασμα της ποιητικής του παραγωγής, στην Όγδοη Ελεγεία του, ο Ρίλκε προβληματίζεται σχετικά με το βλέμμα που διαθέτουμε για να δούμε Θεό και θάνατο. Το ανθρώπινο βλέμμα δεν είναι ανεπαρκές, είναι όμως «αντεστραμμένο»[18], δηλαδή γυρισμένο ανάποδα, αντίστροφα και αντίξοα, σε σύγκριση προς το ευθύ, άμεσα και απευθείας προσηλωμένο βλέμμα του ζώου. Τα ανθρώπινα μάτια είναι φτιαγμένα κατά τέτοιο αλλόκοτο τρόπο, ώστε αντί να επιτυγχάνουν την ανοιχτότητα, έχουν τεθεί ολόγυρα στα ανοιχτά μάτια του ζώου «σαν παγίδες» που δεσμεύουν την ελεύθερη πρόσβαση και περιφράζουν το ξάνοιγμα. Τέτοια περίφραξη φτιάχνουν οι ενήλικες στο μικρό παιδί που γεννιέται με τα ορθάνοιχτα μάτια του ζώου: οι ενήλικες διαστρέφουν το βλέμμα του τόσο βίαια, ώστε το εξαναγκάζουν να βλέπει κι αυτό «μορφές», διαμορφωμένες οντότητες[19], και όχι το ίδιο το Ανοιχτό.

Το βλέμμα του ζώου κατορθώνει να βλέπει μέσα του διαφορετικά τον Θεό από τον θάνατο. Ενώ οι άνθρωποι βλέπουν μπροστά τους τον δικό τους θάνατο ως όχι-ακόμα-επελθόντα, άρα σφραγισμένο με (τουλάχιστον ένα) αρνητικό πρόσημο, το ζώο έχει αφήσει πίσω του τον όλεθρό του και βλέπει μπροστά του μόνο τον Θεό (στίχοι 10-12). Για ν’ αποδώσει τον θεϊκό χαρακτήρα όσων βλέπει το ζωικό βλέμμα, ο Ρίλκε καταφεύγει σε αφηρημένες κι ενίοτε αντιφατικές διατυπώσεις: «το Ανοιχτό», «το Καθαρό», «το Πουθενά χωρίς Δεν»[20]. Πρόκειται για κάτι απερίφρακτο και γι’ αυτό χωρίς τους περιορισμούς «εδώ» ή «εκεί», «τώρα» ή «μελλοντικά». Αντίθετα, τις περιφραγμένες (= διαμορφωμένες) οντότητες που βλέπουμε ως άνθρωποι, ο Ρίλκε τις συλλαμβάνει μονολεκτικά ως «κόσμο» (με το αρχαϊκό νόημα της καθολικής τάξης) στον οποίο συμπεριλαμβανόμαστε, και διαπιστώνει ότι «όλα» έχουν έναν ακατάσχετα καταρρέοντα χαρακτήρα (στίχοι 68-69):

 

     Μας κατακλύζουν. Τα βάζουμε σε τάξη. Καταρρέουν.

     Τα ξαναβάζουμε σε τάξη και καταρρέουμε εμείς.

 

 

Βιβλιογραφία

1. Κοσμά, Ελένη (2011): «Rainer Maria Rilke, Οι Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε: χαρτογραφώντας τον ‘μέσα τόπο’». Παλίμψηστον τ. 26.

2. Σπαντίδου, Κωνσταντίνα (1987): «Ο φωτισμός των οντολογικών θεμελίων της ύπαρξης στην ποίηση του R. M. Rilke». Ελληνική Φιλοσοφική επιθεώρηση 4, 45-51.

3. Fink, Eugen (1979): “Eigentod und Fremdtod”, in: Hans Ebeling (Hrsg.): Der Tod in der Moderne. Königstein, S. 146-151 (aus E. Fink: Metaphysik und Tod. Stuttgart 1969, S. 32-39).

4. Rilke, Rainer Maria 1980: Werke, ausgewählt und herausgegeben vom Insel Verlag, in 6 Bänden, Frankfurt am Main.

5. Rilke, R. M. (1965): Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε. Μετάφραση Δ. Κ. Μπέσκου, «Γαλαξίας», Αθήνα.

6. Rilke, R. M. (2011): Οι Ελεγείες του Ντουίνο. Μετάφραση-Σημειώσεις-Σχέδια Σωτήρης Σελαβής, Επίμετρο Κώστας Κουτσουρέλης. Δίγλωσση Έκδοση, «Περισπωμένη», Αθήνα.

7. Sartre, Jean-Paul (1943): L’ être et le néant. Essai d’ ontologie phénoménologique. “Gallimard”, Paris.

 



[1] R. M. Rilke: Werke (1980), Band 1: Das Stunden-Buch (= Tο Ωρολόγιον. Τρίτο Κεφάλαιο: «Το βιβλίο σχετικά με τη φτώχεια και το θάνατο»), S. 103.

[2] Όπως διαβλέπει η Κ. Σπαντίδου 1987, σελ. 45, για τον Ρίλκε «ο χρόνος και ο θάνατος μετατρέπονται αντιστοίχως ο μεν χρόνος σε διάσταση βάθους, σε βιωματική διάρκεια ενός δονούμενου είναι, ο δε θάνατος σε προ-ληπτική οικειότητα, προέκταση μιας γόνιμης, υπεραφθονούσας ζωής».

[3]  Rilke, R. M., όπ.π., S. 104. Δες και το Επίμετρο στο τέλος του παρόντος τόμου.

[4]  Η λέξη “um” στον 6ο στίχο δεν έχει μόνο το τοπικό νόημα «γύρω από» –όπως φαίνεται σε μια βιαστική ανάγνωση και όπως μονόπλευρα μεταφράζω–, αλλά και το νόημα του σκοπού (γερμανικά Um-zu, Worum-willen).

[5]   Αυτό προτείνει ο Ε. Fink 1979, S. 151: “Der Doppelaspekt des Todes als Fremd- und Eigentod: die Optik des Sterbenden muß zusammengedacht werden mit der Optik des Überlebenden”.

[6]  Εξαιτίας του προσωπικού-ημερολογιακού χαρακτήρα αυτού του πεζογραφήματος ο αναγνώστης δεν θα βρει εκεί αναφορές στο τι είναι γενικά «αγάπη, νόημα και ανάγκες», αλλά το πώς συνέλαβε ένας εντελώς ιδιότυπος ποιητής τη σημασία τους. Έτσι, η αγάπη προκύπτει από την ερμηνεία που δίνει στη βιβλική παραβολή του ασώτου, όταν γράφει αυτοερμηνευόμενος ότι ο άσωτος υιός είναι εκείνος που δεν ήθελε ν’ αγαπηθεί από τους δικούς του ανθρώπους – γι’ αυτό και καταφεύγει στη μοναξιά μιας μεγαλούπολης, στο Παρίσι! (Δες R. M. Rilke 1965, σελ. 179. Δεν ακολουθώ πάντα τις μεταφραστικές επιλογές του Μπέσκου). Όσον αφορά το νόημα που βρίσκει σ’ αυτή την πόλη, ενδεικτικό είναι το χωρίο (σελ. 55): «Τι νόημα θα είχε πια να πάω κάπου; Ήμουν άδειος. Σαν ένα άδειο χαρτί σερνόμουν κατά μήκος των σπιτιών, ξανανεβαίνοντας το βουλεβάρτο».

[7]  Όπ.π., σελ. 7.

[8]  Όπ.π., σελ. 8.

[9]  Ας θυμηθούμε την Καντιανή διάκριση των πραγμάτων σε «πράγματα για εμάς», έτσι καθώς βλέπονται μέσω των μορφών της εποπτείας και της διάνοιας, και σε «πράγματα καθ’ εαυτά» που είναι εξ ορισμού άγνωστα και προσιτά μόνο μέσω της μη γνώσης μας.

[10]  Δες π.χ. Πλωτίνου Εννεάδων V 8, 4, 22-23: «Εκεί το κάθε τι προκύπτει πάντα βάσει του όλου, είναι συνάμα ατομικό και όλο» (= ἐκεῖ δὲ ἐξ ὅλου ἀεὶ ἕκαστον καὶ ἅμα ἕκαστον καὶ ὅλον). Τον δεικτικό χαρακτήρα του «εκεί» έχει βέβαια και το πλατωνικό «ἐπέκεινα» (Πολιτεία 587b) = «ἐπ’ ἐκεῖνα» (Φαίδων 112b).

[11]  Όπ.π., σελ. 14.

[12]  Όπ.π., σελ. 16.

[13]  Όπ.π., σελ. 21.

[14] Όπ.π. Το ίδιο λέγεται με μια λεκτική ευρύτητα που αγκαλιάζει τα πάντα – όχι μόνο τους καθ’ έκαστον ανθρώπους αλλά και τις «μοναδικές-ιδιαίτερες λεπτομέρειες» (die einzigen Einzelheiten) ολόκληρης της πραγματικότητας. Οι ιδιαιτερότητες κατά το πλείστο παραμένουν ασύλληπτες. Κατά λέξη:

«Είναι όλα συντεθειμένα από τόσο πολλές μοναδικές-ιδιαίτερες λεπτομέρειες, ώστε δεν μπορούν να συλληφθούν. Όταν τις βλέπει κανείς αναπαραστατικά, τις ξεπερνά και δεν παρατηρεί ότι του ξεφεύγουν, έτσι βιαστικός όπως είναι. Αλλά οι πραγματικότητες είναι αργές και απερίγραπτα διεξοδικές» (σελ. 115).

Οι τελευταίες λέξεις διατυπώνουν αμφίσημα τη διαπίστωση ότι «οι πραγματικότητες» (μέσα στον απέραντα πληθυντικό χαρακτήρα τους) όχι μόνο αργούν να διεξαχθούν, αλλά και μας εξάγουν από τον πιο ενδόμυχο εαυτό μας. (Με αυτό το νόημα είναι «διεξοδικές», γερμαν. ausführlich = hinaus-führlich).

[15]  Όπ.π., σελ. 48.

[16]  Η κριτική, την οποία ασκεί ο Jean-Paul Sartre (1943), 615-638, στην έννοια του «δικού μου» θανάτου στρέφεται κυρίως κατά της χριστιανικής προσδοκίας μιας μετά θάνατο δικαίωσης και κατά της χαϊντεγγεριανής οντολογικοποίησης του θανάτου ως ενός προς-θάνατον-Είναι, το οποίο καθιστά το ανθρώπινο εδωνά-Είναι «αυθεντικό», δηλαδή κατ’ εξοχήν δικό μου (eigentlich = eigenes). Δεν αφορά την αντίληψη του Ρίλκε, διότι αυτή καταγράφεται με τόσο μελανά και αποτρόπαια χαρακτηριστικά, ώστε ελάχιστα θα μπορούσε να θεωρηθεί «ιδεαλιστική», όπως την χαρακτηρίζει ο Sartre: είναι εμποτισμένη με όλη την κακομορφία των κοινωνικών παρεκκλίσεων. Ο Γάλλος φιλόσοφος κατηγοριοποιεί τον Αυστριακό ποιητή με αυθαίρετο χαρακτηρισμό.

[17]  R. M. Rilke 1965, σελ. 121.

[18]  Δες την Όγδοη Ελεγεία του Ντουίνο, στίχο 3: umgekehrt.

[19]  Δες όπ.π., στίχο 8: Gestaltung.

[20]  Δες όπ.π., στίχους 2 και 8: das Offene, στίχο 17: das Reine, επίσης στίχο 17: Nirgends ohne Nicht.

 
 
 
Για επιστροφή στα Άρθρα - Επιστημονικές ανακοινώσεις 
του Γιάννη Τζαβάρα  πατήστε εδώ.